ριγόλεθρον

ριγόλεθρον
τὸ, Α
θερμό νερό μέσα στο οποίο έβαζαν τους αρρώστους για να απαλλαγούν από το ρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + ὄλεθρος «καταστροφή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”